ἐκκυλίνδω

ἐκκυλίνδω
ἐκκυλίνδω
1 overthrow ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν (Bekker: ἐξεκυλίσθη Apollonii codd.: -ισσε Boeckh) fr. 7.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκκυλίνδω — ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, έω) Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω II. ( ομαι) 1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω 2. παρασύρομαι από πάθη μσν. παρεκτρέπομαι αρχ. 1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση 2. κοινολογώ, διαδίδω …   Dictionary of Greek

  • ἐκκυλίνδεται — ἐκκυλίνδω roll out pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκυλίνδων — ἐκκυλίνδω roll out pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεκυλισμένον — ἐκκεκυλῑσμένον , ἐκκυλίνδω roll out perf part mp masc acc sg ἐκκεκυλῑσμένον , ἐκκυλίνδω roll out perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκυλισθέντα — ἐκκυλῑσθέντα , ἐκκυλίνδω roll out aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐκκυλῑσθέντα , ἐκκυλίνδω roll out aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκυλίσθην — ἐξεκυλί̱σθην , ἐκκυλίνδω roll out aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐξεκυλί̱σθην , ἐκκυλίνδω roll out aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • ἐκκεκύλισμαι — ἐκκεκύλῑσμαι , ἐκκυλίνδω roll out perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεκύλισται — ἐκκεκύλῑσται , ἐκκυλίνδω roll out perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεκύλιστο — ἐκκεκύλῑστο , ἐκκυλίνδω roll out plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκυλισθεῖσα — ἐκκυλῑσθεῖσα , ἐκκυλίνδω roll out aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”