- ἐκκυλίνδω
- ἐκκυλίνδω1 overthrow ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν (Bekker: ἐξεκυλίσθη Apollonii codd.: -ισσε Boeckh) fr. 7.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εκκυλίνδω — ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, έω) Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω II. ( ομαι) 1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω 2. παρασύρομαι από πάθη μσν. παρεκτρέπομαι αρχ. 1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση 2. κοινολογώ, διαδίδω … Dictionary of Greek
ἐκκυλίνδεται — ἐκκυλίνδω roll out pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκυλίνδων — ἐκκυλίνδω roll out pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκυλισμένον — ἐκκεκυλῑσμένον , ἐκκυλίνδω roll out perf part mp masc acc sg ἐκκεκυλῑσμένον , ἐκκυλίνδω roll out perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκυλισθέντα — ἐκκυλῑσθέντα , ἐκκυλίνδω roll out aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐκκυλῑσθέντα , ἐκκυλίνδω roll out aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεκυλίσθην — ἐξεκυλί̱σθην , ἐκκυλίνδω roll out aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐξεκυλί̱σθην , ἐκκυλίνδω roll out aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
ἐκκεκύλισμαι — ἐκκεκύλῑσμαι , ἐκκυλίνδω roll out perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκύλισται — ἐκκεκύλῑσται , ἐκκυλίνδω roll out perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκύλιστο — ἐκκεκύλῑστο , ἐκκυλίνδω roll out plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκυλισθεῖσα — ἐκκυλῑσθεῖσα , ἐκκυλίνδω roll out aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)